- εὔοχθος
- εὔ-οχθος, im Überfluß, γῆ, fruchtbares Land; βορά, reichliche Nahrung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εύοχθος — εὔοχθος, ον (Α) 1. (για γη) γόνιμος, εύφορος, καρποφόρος 2. (για συμπόσια) πολυτελής, πλουσιοπάροχος 3. άφθονος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η σύνδεση με τα όχθος, όχθη δεν είναι σημασιολογικά ικανοποιητική. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να… … Dictionary of Greek
εὔοχθος — with goodly banks masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόχθου — εὔοχθος with goodly banks masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόχθους — εὔοχθος with goodly banks masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοχθώ — εὐοχθῶ, έω (ΑΜ) [εύοχθος] μσν. (κατά τον Ευστ.) «ἐπὶ καλοῑς κοπιάω» αρχ. έχω αφθονία αγαθών, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, ευημερώ … Dictionary of Greek